-
1 καλούπι
τό1) форма (для отливки); болванка, матрица; 2) шаблон; 3) связка листьев табака -
2 καλούπι
[калупи] ουσ. о. форма, колодка, болванка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καλούπι
-
3 καλούπι
[калупи] ουσ ο форма, колодка, болванка. -
4 kalıp
καλούπι, μήτρα -
5 кокиль
(металлическая литейная форма) το μεταλλικό καλούπι της χύτευσης, το θηλυκό καλούπι για μεταλλόμαζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кокиль
-
6 шаблон
1. (образец) тех. о τύποςτο καλούπιτο αχνάρι2. (инструмент для проверки форм готовых изделий) το καλούπιцентровой маш. - ευθυγράμμισηςшпангоутный мор. - νομέων (του πλοίου)3. (штамп) το πρότυπο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шаблон
-
7 форма
форм||аж1. (внешний вид) τό σχήμα, ἡ μορφή:в \формае шара σέ σφαιρικό σχήμα· придавать \формау δίνω σχήμα, δίνω μορφή· принимать \формау παίρνω τό σχήμα, παίρνω τή μορφή· в письменной \формае γραπτά [-ως]·2. (вид, структура) ἡ μορφή:\форма правления ἡ μορφή διακυβέρνησης· \формаы работы οἱ μορφές ἐργασίας·3. тех. ὁ τύπος, ἡ φόρμα/ τό καλούπι (для отливки):\форма для шляп τό καλούπι (или ἡ φόρμα) καπέλλων4. лит., иск. ἡ μορφή, ἡ φόρμα:художественная \форма ἡ καλλιτεχνική μορφή · единство \формаы и содержания ἡ ἐνότητα μορφής καί περιεχομένου·5. (одежда) ἡ στολή:школьная \форма ἡ σχολική στολή· пара́дная \форма ἡ ἐπίσημη (или ἡ μεγάλη) στολή·6. канц. ὁ τύπος, τό σχήμα:по \формае σύμφωνα μέ τόν τύπο·7. грам. ὁ τύπος, ἡ μορφή:глагольные \формаы οἱ φωνές τῶν ρημάτων ◊ быть не в \формае δέν εἶμαι σέ φόρμα. -
8 шаблон
шаблонм1. (образец) τό καλούπι, ὁ τύπος/ τό ἀχνάρι (рисунка)·2. перен τό στερεότυπο, τό καλούπι, действовать по \шаблону ἐνεργώ στερεότυπα. -
9 печатка
-и θ.1. σφραγίδα.2. τεμάχιο, κομμάτι καλούπι•печатка мыла ένα καλούπι σαπούνι.
-
10 заливать
1. (затоплять) πλημμυρίζω, κατακλύζω 2. (вливать) γεμίζω - подшипник - τον τριβέα (με λευκό μέταλλο) 3. (тушить огонь) σβήνω (τη φωτιά με νερό, υγρό) 4. (раствором) - γεμίζω (με μείγμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заливать
-
11 застревать
(засесть, завязнуть) κολλώ, κολλάω, σφηνώνομαι, (в грязи) βαλτώνω, (в пути) μένω, (о слитке в изложницах) κολλάω (στο καλούπι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > застревать
-
12 изложница
η μήτρα, ο τύπος, το καλούπι--, заполняемая снизу - με πλήρωση απόκάτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изложница
-
13 матрица
1. (мащ., полигр.) η μάννα, η μήτρα, το καλούπι 2. мат. о ορθογώνιος πίνακας(των μαθηματικών στοιχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > матрица
-
14 опалубка
ο ξυλότυπ/ος, ο μεταλλότυπος, το καλούπιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опалубка
-
15 отливать
1. (изготовлять литьём) χύνω (μέταλλο, πλαστικό) 2. (выливать часть жидкости) εκχύνω, αδειάζω (κάποια ποσότητα υγρού) 3. (разными цветами) ιριδίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отливать
-
16 пресс-форма
το πρότυπο, η φόρμα, το καλούπι, ο τύπος, η μήτραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пресс-форма
-
17 распалубить
(снимать опалубку) αφαιρώ το ξύλινο καλούπι, ξεκαλουπώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распалубить
-
18 форма
1. (внешний облик) η μορφήη διαμόρφωσητο σχήμα2. (вид, тип) о τύπ/οςτο είδοςаналитическая - αναλυτικός -, βασικός -3. (установленный образец чего-л.порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα4. (приспособление, шаблон) το καλούπιη μήτραвогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου5. лингв. η μορφήзвательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма
-
19 формовка
мет. η κατασκευή τύ-πων/μητρών (από χώμα χυτηρίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > формовка
-
20 штамп I.см. штемпель
2. (металлическая форма для серийного изготовления каких-л предметов путём штамповки) η μήτρα, το καλούπι, η χελώνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штамп I.см. штемпель
См. также в других словарях:
καλούπι — το (Μ καλούπι[ν]) 1. κοίλο στερεό σώμα μέσα στο οποίο χύνονται ρευστά υλικά για να πάρουν ορισμένο σχήμα, τύπος, φόρμα, μήτρα, πρότυπο 2. βοτ. δημώδης ονομασία τών φυτών που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστά ως ερείκη η ωραία και ερείκη η… … Dictionary of Greek
καλούπι — το (λ. τουρκ.), μήτρα, φόρμα, πρότυπο: Για την κατασκευή των παπουτσιών χρησιμοποιεί καλούπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλουπιάζω — [καλούπι] βάζω σε καλούπι, καλουπώνω* … Dictionary of Greek
καλουπώνω — [καλούπι] 1. δίνω σχήμα, μορφή σε άμορφη ύλη, βάζω σε μήτρα, σε φόρμα, σε καλούπι, καλουπιάζω, τυποποιώ 2. μτφ. επιβάλλω σε κάποιον να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ. 3. μτφ. απατώ, εξαπατώ 4. (με αισχρή… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λεμεσού (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1985 στο ισόγειο μιας μεγάλης νεοκλασικής κατοικίας (Αγίου Ανδρέου 253, Λεμεσός) με έντονα διακοσμητικά στοιχεία μπαρόκ, που χτίστηκε το 1922 και δωρήθηκε στο δήμο Λεμεσού από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της, Ιωάννη Σχίζα. Το 1989… … Dictionary of Greek
εκμαγείο — το 1. πλαστική ύλη στην οποία γίνεται αποτύπωση μορφής ή σχήματος. 2. το αρνητικό αποτύπωμα μορφής ή σχήματος σε εύπλαστη ύλη (κερί, γύψο κτλ.), μήτρα, φόρμα, καλούπι, «αρνητικό εκμαγείο». 3. (καταχρηστικά), ομοίωμα που κατασκευάζεται με χύσιμο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek